υφαρπαγή — η 1. η λαθραία και επιτήδεια αρπαγή, η υποκλοπή, το σούφρωμα: Υφαρπαγή του φρουρού. 2. μτφ., κάθε ύπουλη ενέργεια, εξαπάτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφαρπαγῇ — ὑφαρπάζω snatch away from under aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… … Dictionary of Greek
τραβηχτός — ή, ό, Ν [τραβώ] 1. τεντωμένος 2. αυτός ο οποίος μπορεί να τραβηχθεί, να συρθεί προς ορισμένη κατεύθυνση 3. το θηλ. ως ουσ. η τραβηχτή η υφαρπαγή χρημάτων, η λήψη χρημάτων με κολακεία ή με εκβιασμό 4. το ουδ. ως ουσ. το τραβηχτό το σχοινί με το… … Dictionary of Greek
υφάρπασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [ὑφαρπάζω] υφαρπαγή … Dictionary of Greek
υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)